- κατάρδω
- κατάρδω (Α)1. βρέχω, ποτίζω («Στρυμὼν κατάρδων Θρήκην», Αντιφάν.)2. ραντίζω3. επαινώ («οὔτε πανουργῶν, οὔτε κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων», Αριστοφ.)4. (για τα ποιήματα τού Αισχύλου) παρασύρω ως χείμαρρος («χειμάρρῳ οἷα καταρδόμενα», Ανθ.Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἄρδω «ποτίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.